- αθεράπευτος
- η , ο [ος, ον]1) неизлеченный, неисцелённый; 2) неизлечимый, неисцелимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀθεράπευτος — uncared for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε θεραπεύτηκε ή δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος: Η αρρώστια αυτή είναι αθεράπευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθεραπεύτως — ἀθεράπευτος uncared for adverbial ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεράπευτον — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc sg ἀθεράπευτος uncared for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτοις — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτου — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτους — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτων — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτῳ — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεράπευτα — ἀθεράπευτος uncared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)